τελλουρόμετρο

τελλουρόμετρο
το, Ν
(ραδιοηλ.) ραδιοηλεκτρική συσκευή για τη μέτρηση αποστάσεων μεταξύ δύο ορατών σημείων, η οποία συνίσταται σε δύο σταθμούς πομπούς-δέκτες που είναι τοποθετημένοι στα άκρα τής μετρούμενης απόστασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”